ψιττάκιον

ψιττάκιον
ψιττάκιον, τό,
2 an eye-salve, Gal.12.764, Alex. Trall.3.7.
II pl., a kind of woman's shoes, Herod.7.58 (ψιντακαια Pap.), Hsch., EM (cod. V post 819.6);

ψιττακίαν Suid.

: cf. ψιττάκια, ψιττακίδες.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψιττάκιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιττάκιον — τὸ, ΜΑ βλ. ψιττάκι …   Dictionary of Greek

  • ψιττακίου — ψιττάκιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιττακίων — ψιττάκιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιττακίῳ — ψιττάκιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιττάκια — ψιττάκιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστάκι — το / πιστάκιον, ΝΜΑ, και τ. πληθ. φιττάκια και ψιττάκια ΜΑ, και βιοτάκιον και τ. πληθ. φιστάκια Α ο καρπός τού φυτού πιστακία, το φιστίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστάκη*. Οι τ. φιττάκιον, ψιττάκιον και βιστάκιον αποτελούν διαφορετικές γρφ. τού πιστάκιον] …   Dictionary of Greek

  • ψιττάκι — το / ψιττάκιον, ΝΜΑ το φυτό πιστάκι αρχ. 1. είδος καταπραϋντικής αλοιφής για τα μάτια 2. στον πληθ. τὰ ψιττάκια είδος γυναικείων υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πιστάκι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”